- καδρίλια
- ηβλ. καντρίλια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καντρίλια — (quadrille). Γαλλικός χορός, που εκτελείται συνήθως από τέσσερα ζευγάρια. Προέρχεται από τον αγγλικό country dance, που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην ελισαβετιανή περίοδο. Η κ. απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα στα πρώτα χρόνια του 19ου αι. και διαδόθηκε … Dictionary of Greek
cadril — CADRÍL, cadriluri, s.n. Dans de origine franceză, cu mişcare lentă, constând dintr un şir de figuri în cursul cărora partenerii se schimbă între ei; melodia după care se execută acest dans. – Din fr. quadrille. Trimis de viorelgrosu, 26.01.2003.… … Dicționar Român